- διέχω
- διέχω (AM)1. κρατώ σε απόσταση, διαχωρίζω2. κρατώ μακριά, εμποδίζω, αποκρούω3. (για τα μάτια) προσηλώνω4. κρατώ στερεά5. (αμτβ.) περνώ ανάμεσα, διέρχομαι6. είμαι ξεχωριστός, απέχω7. (για ποταμό) διευρύνομαι8. (για χρόνο) παρέρχομαι9. διαφέρω10. εξέχω, υπερέχω11. εκτείνομαι από το ένα άκρο ώς το άλλο12. φρ. «διέχω τὰς χεῑρας» — απλώνω τα χέρια.
Dictionary of Greek. 2013.